Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
View word page
συγκινδυνεύω
συγκινδυνεύω fut. σω to incur danger along with, τινί Thuc., etc.;—absol. to be partners in danger, Xen., Dem., etc.

ShortDef

to incur danger along with

Debugging

Headword:
συγκινδυνεύω
Headword (normalized):
συγκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκινδυνευω
IDX:
30588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30623
Key:
sugkinduneu/w

Data

{'content': 'συγκινδυνεύω\n fut. σω\n to incur danger along with, τινί Thuc., etc.;—absol. to be partners in danger, Xen., Dem., etc.', 'key': 'sugkinduneu/w'}