Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
View word page
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαιόω fut. ώσω to bring together under one head, to sum up, Xen.:—Pass. to be brought under one head, summed up, Aeschin.; of business, to be summarily done, Xen.

ShortDef

to bring together under one head, to sum up

Debugging

Headword:
συγκεφαλαιόω
Headword (normalized):
συγκεφαλαιόω
Headword (normalized/stripped):
συγκεφαλαιοω
IDX:
30586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30621
Key:
sugkefalaio/w

Data

{'content': 'συγκεφαλαιόω\n fut. ώσω\n to bring together under one head, to sum up, Xen.:—Pass. to be brought under one head, summed up, Aeschin.; of business, to be summarily done, Xen.', 'key': 'sugkefalaio/w'}