Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
View word page
συγκεντέω
συγκεντέω fut. ήσω to pierce together, to stab at once, Lat. telis confodere, Hdt.:—Pass., ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Hdt.

ShortDef

to pierce together, to stab at once

Debugging

Headword:
συγκεντέω
Headword (normalized):
συγκεντέω
Headword (normalized/stripped):
συγκεντεω
IDX:
30583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30618
Key:
sugkente/w

Data

{'content': 'συγκεντέω\n fut. ήσω\n to pierce together, to stab at once, Lat. telis confodere, Hdt.:—Pass., ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Hdt.', 'key': 'sugkente/w'}