Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
View word page
συγκελεύω
συγκελεύω fut. σω to join in ordering, Eur., Thuc.

ShortDef

to join in ordering

Debugging

Headword:
συγκελεύω
Headword (normalized):
συγκελεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκελευω
IDX:
30582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30617
Key:
sugkeleu/w

Data

{'content': 'συγκελεύω\n fut. σω\n to join in ordering, Eur., Thuc.', 'key': 'sugkeleu/w'}