Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
View word page
συγκεκροτημένως
συγκεκροτημένως adverb from perf. pass. part. of συγκροτέω in a finished way, Luc.

ShortDef

in a finished way

Debugging

Headword:
συγκεκροτημένως
Headword (normalized):
συγκεκροτημένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεκροτημενως
IDX:
30581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30616
Key:
sugkekrothme/nws

Data

{'content': 'συγκεκροτημένως\n adverb from perf. pass. part. of συγκροτέω\n in a finished way, Luc.', 'key': 'sugkekrothme/nws'}