Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
View word page
σύγκειμαι
σύγκειμαι Pass. to lie together, Soph. as Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ἔκ τινων of certain parts, Plat., etc. of written works, to be composed, Thuc., Plat., etc. to be contrived, concocted, Eur., etc. to be agreed on by two parties, Thuc.: in part. agreed on, arranged, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι Hdt.; κατὰ τὰ συγκείμενα according to the terms agreed on, Hdt.; ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc. impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, Hdt., Thuc., etc.; so, συγκειμένου σφι, c. inf., since they had agreed to . . , Hdt.

ShortDef

to lie together

Debugging

Headword:
σύγκειμαι
Headword (normalized):
σύγκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκειμαι
IDX:
30580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30615
Key:
su/gkeimai

Data

{'content': 'σύγκειμαι\n Pass. to lie together, Soph.\n as Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ἔκ τινων of certain parts, Plat., etc.\n of written works, to be composed, Thuc., Plat., etc.\n to be contrived, concocted, Eur., etc.\n to be agreed on by two parties, Thuc.: in part. agreed on, arranged, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι Hdt.; κατὰ τὰ συγκείμενα according to the terms agreed on, Hdt.; ἐκ τῶν ξυγκειμένων Thuc.\n impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, Hdt., Thuc., etc.; so, συγκειμένου σφι, c. inf., since they had agreed to . . , Hdt.', 'key': 'su/gkeimai'}