Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
View word page
συγκαττύω
συγκαττύω to patch up, cobble, of leather-workers: Pass., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Luc.

ShortDef

to patch up, cobble

Debugging

Headword:
συγκαττύω
Headword (normalized):
συγκαττύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαττυω
IDX:
30579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30614
Key:
sugkattu/w

Data

{'content': 'συγκαττύω\n to patch up, cobble, of leather-workers: Pass., θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος Luc.', 'key': 'sugkattu/w'}