Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
View word page
συγκατορθόω
συγκατορθόω fut. ώσω to help in righting, Isocr.

ShortDef

to help in righting

Debugging

Headword:
συγκατορθόω
Headword (normalized):
συγκατορθόω
Headword (normalized/stripped):
συγκατορθοω
IDX:
30577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30612
Key:
sugkatorqo/w

Data

{'content': 'συγκατορθόω\n fut. ώσω\n to help in righting, Isocr.', 'key': 'sugkatorqo/w'}