Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
View word page
συγκατοικτίζομαι
συγκατοικτίζομαι fut. Attic -ιοῦμαι Mid. to lament with or together, Soph.

ShortDef

to lament with

Debugging

Headword:
συγκατοικτίζομαι
Headword (normalized):
συγκατοικτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατοικτιζομαι
IDX:
30576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30611
Key:
sugkatoikti/zomai

Data

{'content': 'συγκατοικτίζομαι\n fut. Attic -ιοῦμαι\n Mid. to lament with or together, Soph.', 'key': 'sugkatoikti/zomai'}