Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
View word page
συγκατοικίζω
συγκατοικίζω fut. σω to colonise jointly, join in colonising, Hdt., Thuc. to plant in a place along with others, Eur. metaph. to establish jointly, Thuc.

ShortDef

to colonise jointly, join in colonising

Debugging

Headword:
συγκατοικίζω
Headword (normalized):
συγκατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατοικιζω
IDX:
30575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30610
Key:
sugkatoiki/zw

Data

{'content': 'συγκατοικίζω\n fut. σω\n to colonise jointly, join in colonising, Hdt., Thuc.\n to plant in a place along with others, Eur.\n metaph. to establish jointly, Thuc.', 'key': 'sugkatoiki/zw'}