Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
View word page
συγκατοικέω
συγκατοικέω fut. ήσω to dwell with one, τινί Soph.
ShortDef
to dwell with
Debugging
Headword:
συγκατοικέω
Headword (normalized):
συγκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
συγκατοικεω
IDX:
30574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30609
Key:
sugkatoike/w
Data
{'content': 'συγκατοικέω\n fut. ήσω\n to dwell with one, τινί Soph.', 'key': 'sugkatoike/w'}