Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
View word page
συγκατεύχομαι
συγκατεύχομαι fut. -εύξομαι Dep. to join in praying for a thing, Soph.
ShortDef
to join in praying for
Debugging
Headword:
συγκατεύχομαι
Headword (normalized):
συγκατεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατευχομαι
IDX:
30572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30607
Key:
sugkateu/xomai
Data
{'content': 'συγκατεύχομαι\n fut. -εύξομαι\n Dep. to join in praying for a thing, Soph.', 'key': 'sugkateu/xomai'}