Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
View word page
συγκατεσθίω
συγκατεσθίω fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφαγον to eat up, devour with or together, Plut.

ShortDef

to eat up, devour with

Debugging

Headword:
συγκατεσθίω
Headword (normalized):
συγκατεσθίω
Headword (normalized/stripped):
συγκατεσθιω
IDX:
30571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30606
Key:
sugkatesqi/w

Data

{'content': 'συγκατεσθίω\n fut. -έδομαι\n perf. -εδήδοκα\n aor1 κατέφαγον\n to eat up, devour with or together, Plut.', 'key': 'sugkatesqi/w'}