Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττύω
View word page
συγκατεργάζομαι
συγκατεργάζομαι fut. -άσομαι perf. pass. -είργασμαι Dep. to help or assist any one in accomplishing a work, τί τινι Hdt., Eur.: c. dat. only, to cooperate with, Hdt. to help to conquer a country, Plut. to join in murdering, Eur.

ShortDef

to help achieve; join in murdering

Debugging

Headword:
συγκατεργάζομαι
Headword (normalized):
συγκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατεργαζομαι
IDX:
30569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30604
Key:
sugkaterga/zomai

Data

{'content': 'συγκατεργάζομαι\n fut. -άσομαι\n perf. pass. -είργασμαι\n Dep. \n to help or assist any one in accomplishing a work, τί τινι Hdt., Eur.: c. dat. only, to cooperate with, Hdt.\n to help to conquer a country, Plut.\n to join in murdering, Eur.', 'key': 'sugkaterga/zomai'}