Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
View word page
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψεύδομαι fut. -ψεύσομαι Dep. to join in a lie against, τινός Aeschin.

ShortDef

to join in a lie against

Debugging

Headword:
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized):
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταψευδομαι
IDX:
30567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30602
Key:
sugkatayeu/domai

Data

{'content': 'συγκαταψεύδομαι\n fut. -ψεύσομαι\n Dep. to join in a lie against, τινός Aeschin.', 'key': 'sugkatayeu/domai'}