Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
View word page
συγκαταφλέγω
συγκαταφλέγω fut. ξω to burn with or together, Luc.
ShortDef
to burn with
Debugging
Headword:
συγκαταφλέγω
Headword (normalized):
συγκαταφλέγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφλεγω
IDX:
30566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30601
Key:
sugkatafle/gw
Data
{'content': 'συγκαταφλέγω\n fut. ξω\n to burn with or together, Luc.', 'key': 'sugkatafle/gw'}