Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
View word page
συγκατατρώγω
συγκατατρώγω to eat at the same time, Plut.

ShortDef

to eat at the same time

Debugging

Headword:
συγκατατρώγω
Headword (normalized):
συγκατατρώγω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατρωγω
IDX:
30565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30600
Key:
sugkatatrw/gw

Data

{'content': 'συγκατατρώγω\n to eat at the same time, Plut.', 'key': 'sugkatatrw/gw'}