Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
συγκατοικέω
View word page
συγκατατίθημι
συγκατατίθημι fut. -θήσω to deposit together or at the same time: Mid., σ. τινι τὴν αὐτὴν δόξαν to deliver the same opinion with another, Plat.:—then, with dat. only, to agree with, assent to, Philipp. ap. Dem.

ShortDef

to deposit together

Debugging

Headword:
συγκατατίθημι
Headword (normalized):
συγκατατίθημι
Headword (normalized/stripped):
συγκατατιθημι
IDX:
30564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30599
Key:
sugkatati/qhmi

Data

{'content': 'συγκατατίθημι\n fut. -θήσω\n to deposit together or at the same time: Mid., σ. τινι τὴν αὐτὴν δόξαν to deliver the same opinion with another, Plat.:—then, with dat. only, to agree with, assent to, Philipp. ap. Dem.', 'key': 'sugkatati/qhmi'}