Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
συγκατηγορέω
View word page
συγκατατάσσω
συγκατατάσσω Attic -ττω fut. ξω to arrange or draw up together, Xen.
ShortDef
to arrange or draw up together
Debugging
Headword:
συγκατατάσσω
Headword (normalized):
συγκατατάσσω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατασσω
IDX:
30563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30598
Key:
sugkatata/ssw
Data
{'content': 'συγκατατάσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to arrange or draw up together, Xen.', 'key': 'sugkatata/ssw'}