Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατεύχομαι
View word page
συγκαταστρέφω
συγκαταστρέφω f ψω to bring to an end together, Plut. Mid. to conquer together or at the same time, Thuc., etc.
ShortDef
to bring to an end together
Debugging
Headword:
συγκαταστρέφω
Headword (normalized):
συγκαταστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστρεφω
IDX:
30562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30597
Key:
sugkatastre/fw
Data
{'content': 'συγκαταστρέφω\n f ψω\n to bring to an end together, Plut.\n Mid. to conquer together or at the same time, Thuc., etc.', 'key': 'sugkatastre/fw'}