Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
View word page
συγκαταστασιάζω
συγκαταστασιάζω fut. σω to help in stirring up, Plut.

ShortDef

to help in stirring up

Debugging

Headword:
συγκαταστασιάζω
Headword (normalized):
συγκαταστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστασιαζω
IDX:
30561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30596
Key:
sugkatastasia/zw

Data

{'content': 'συγκαταστασιάζω\n fut. σω\n to help in stirring up, Plut.', 'key': 'sugkatastasia/zw'}