Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
View word page
συγκατασπάω
συγκατασπάω fut. άσω to pull down with oneself, Luc.:—Pass., τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα which were at the same time brought under their dominion, Xen. to gulp down together, Luc.

ShortDef

to pull down with oneself

Debugging

Headword:
συγκατασπάω
Headword (normalized):
συγκατασπάω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασπαω
IDX:
30560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30595
Key:
sugkataspa/w

Data

{'content': 'συγκατασπάω\n fut. άσω\n to pull down with oneself, Luc.:—Pass., τὰ φρούρια τὰ εἰς τὴν Σύρων ἐπικράτειαν συγκατασπασθέντα which were at the same time brought under their dominion, Xen.\n to gulp down together, Luc.', 'key': 'sugkataspa/w'}