Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατεργάζομαι
View word page
συγκατασκήπτω
συγκατασκήπτω fut. ψω to dart down together, Plut.

ShortDef

to dart down together

Debugging

Headword:
συγκατασκήπτω
Headword (normalized):
συγκατασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηπτω
IDX:
30559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30594
Key:
sugkataskh/ptw

Data

{'content': 'συγκατασκήπτω\n fut. ψω\n to dart down together, Plut.', 'key': 'sugkataskh/ptw'}