Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
συγκαταφλέγω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
View word page
συγκατασκηνόω
συγκατασκηνόω fut. ώσω to bring into one dwelling with others, Xen.

ShortDef

to bring into one dwelling with

Debugging

Headword:
συγκατασκηνόω
Headword (normalized):
συγκατασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηνοω
IDX:
30558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30593
Key:
sugkataskhno/w

Data

{'content': 'συγκατασκηνόω\n fut. ώσω\n to bring into one dwelling with others, Xen.', 'key': 'sugkataskhno/w'}