Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
συγκατατρώγω
View word page
συγκατασκάπτω
συγκατασκάπτω fut. ψω to demolish with another or altogether, Eur.

ShortDef

to demolish with another

Debugging

Headword:
συγκατασκάπτω
Headword (normalized):
συγκατασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκαπτω
IDX:
30555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30590
Key:
sugkataska/ptw

Data

{'content': 'συγκατασκάπτω\n fut. ψω\n to demolish with another or altogether, Eur.', 'key': 'sugkataska/ptw'}