Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
συγκατατίθημι
View word page
συγκαταρρίπτω
συγκαταρρίπτω fut. ψω to throw down together, Luc.
ShortDef
to throw down together
Debugging
Headword:
συγκαταρρίπτω
Headword (normalized):
συγκαταρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταρριπτω
IDX:
30554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30589
Key:
sugkatarri/ptw
Data
{'content': 'συγκαταρρίπτω\n fut. ψω\n to throw down together, Luc.', 'key': 'sugkatarri/ptw'}