Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκαταστασιάζω
συγκαταστρέφω
συγκατατάσσω
View word page
συγκαταπράσσω
συγκαταπράσσω Attic -ττω fut. ξω to join in accomplishing, Act. and Mid., Dem.
ShortDef
to join in accomplishing
Debugging
Headword:
συγκαταπράσσω
Headword (normalized):
συγκαταπράσσω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπρασσω
IDX:
30553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30588
Key:
sugkatapra/ssw
Data
{'content': 'συγκαταπράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to join in accomplishing, Act. and Mid., Dem.', 'key': 'sugkatapra/ssw'}