Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
View word page
συγκατανεύω
συγκατανεύω fut. σω to consent to a thing, τινί Polyb.
ShortDef
to consent to
Debugging
Headword:
συγκατανεύω
Headword (normalized):
συγκατανεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκατανευω
IDX:
30550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30585
Key:
sugkataneu/w
Data
{'content': 'συγκατανεύω\n fut. σω\n to consent to a thing, τινί Polyb.', 'key': 'sugkataneu/w'}