Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
View word page
συγκατανέμω
συγκατανέμω fut. -νεμῶ to assign also:—Mid. to divide jointly among themselves, τὴν γῆν Thuc.

ShortDef

to assign also

Debugging

Headword:
συγκατανέμω
Headword (normalized):
συγκατανέμω
Headword (normalized/stripped):
συγκατανεμω
IDX:
30549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30584
Key:
sugkatane/mw

Data

{'content': 'συγκατανέμω\n fut. -νεμῶ\n to assign also:—Mid. to divide jointly among themselves, τὴν γῆν Thuc.', 'key': 'sugkatane/mw'}