Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
View word page
συγκαταναυμαχέω
συγκαταναυμαχέω fut. ήσω to assist in conquering by sea, τινά Aeschin.

ShortDef

to assist in conquering by sea

Debugging

Headword:
συγκαταναυμαχέω
Headword (normalized):
συγκαταναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταναυμαχεω
IDX:
30548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30583
Key:
sugkatanaumaxe/w

Data

{'content': 'συγκαταναυμαχέω\n fut. ήσω\n to assist in conquering by sea, τινά Aeschin.', 'key': 'sugkatanaumaxe/w'}