Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
View word page
συγκαταμύω
συγκαταμύω fut. σω to be quite closed up, Anth.
ShortDef
to be quite closed up
Debugging
Headword:
συγκαταμύω
Headword (normalized):
συγκαταμύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταμυω
IDX:
30547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30582
Key:
sugkatamu/w
Data
{'content': 'συγκαταμύω\n fut. σω\n to be quite closed up, Anth.', 'key': 'sugkatamu/w'}