Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
View word page
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμείγνυμι and -ύω fut. -μείξω to mix in with, mingle, blend with, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς Eur.:—Pass. to be absorbed in a thing, Xen.
ShortDef
mix in with, mingle, blend with
Debugging
Headword:
συγκαταμείγνυμι
Headword (normalized):
συγκαταμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταμειγνυμι
IDX:
30546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30581
Key:
sugkatami/gnumi
Data
{'content': 'συγκαταμείγνυμι\n and -ύω\n fut. -μείξω\n to mix in with, mingle, blend with, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς Eur.:—Pass. to be absorbed in a thing, Xen.', 'key': 'sugkatami/gnumi'}