Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
συγκατασκάπτω
View word page
συγκαταλύω
συγκαταλύω fut. σω to join or help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Thuc., etc.

ShortDef

to join in putting down

Debugging

Headword:
συγκαταλύω
Headword (normalized):
συγκαταλύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλυω
IDX:
30545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30580
Key:
sugkatalu/w

Data

{'content': 'συγκαταλύω\n fut. σω\n to join or help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Thuc., etc.', 'key': 'sugkatalu/w'}