Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
συγκαταρρίπτω
View word page
συγκαταλείπω
συγκαταλείπω fut. ψω to leave together, σ. φρουράν to leave a joint garrison in a place, Thuc.
ShortDef
to leave together
Debugging
Headword:
συγκαταλείπω
Headword (normalized):
συγκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλειπω
IDX:
30544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30579
Key:
sugkatalei/pw
Data
{'content': 'συγκαταλείπω\n fut. ψω\n to leave together, σ. φρουράν to leave a joint garrison in a place, Thuc.', 'key': 'sugkatalei/pw'}