Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπράσσω
View word page
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλαμβάνω fut. -λήψομαι to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.

ShortDef

to seize, take possession of together

Debugging

Headword:
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλαμβανω
IDX:
30543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30578
Key:
sugkatalamba/nw

Data

{'content': 'συγκαταλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.', 'key': 'sugkatalamba/nw'}