Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
View word page
συγκατακτείνω
συγκατακτείνω aor2 -κατέκτανον irr. part. -κατακτάς to slay together, Soph., Eur.
ShortDef
to slay together
Debugging
Headword:
συγκατακτείνω
Headword (normalized):
συγκατακτείνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακτεινω
IDX:
30542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30577
Key:
sugkataktei/nw
Data
{'content': 'συγκατακτείνω\n aor2 -κατέκτανον\n irr. part. -κατακτάς\n to slay together, Soph., Eur.', 'key': 'sugkataktei/nw'}