Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
View word page
συγκατακτάομαι
συγκατακτάομαι Dep. to join with another in acquiring, σ. Φιλίππῳ τὴν ἀρχήν Dem.
ShortDef
to join (someone) in acquiring
Debugging
Headword:
συγκατακτάομαι
Headword (normalized):
συγκατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακταομαι
IDX:
30541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30576
Key:
sugkatakta/omai
Data
{'content': 'συγκατακτάομαι\n Dep. to join with another in acquiring, σ. Φιλίππῳ τὴν ἀρχήν Dem.', 'key': 'sugkatakta/omai'}