Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανεύω
View word page
συγκατακόπτω
συγκατακόπτω to cut up together:—Pass., Plut.

ShortDef

to cut up together

Debugging

Headword:
συγκατακόπτω
Headword (normalized):
συγκατακόπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοπτω
IDX:
30540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30575
Key:
sugkatako/ptw

Data

{'content': 'συγκατακόπτω\n to cut up together:—Pass., Plut.', 'key': 'sugkatako/ptw'}