Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
View word page
συγκατακλίνω
συγκατακλίνω fut. -κλινῶ to make to lie with: — Pass. to lie together, Ar. Pass., also, to lie on the same couch with another at table, Ar.

ShortDef

to make to lie with

Debugging

Headword:
συγκατακλίνω
Headword (normalized):
συγκατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακλινω
IDX:
30539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30574
Key:
sugkatakli/nw

Data

{'content': 'συγκατακλίνω\n fut. -κλινῶ\n to make to lie with: — Pass. to lie together, Ar.\n Pass., also, to lie on the same couch with another at table, Ar.', 'key': 'sugkatakli/nw'}