Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
View word page
συγκαταίθω
συγκαταίθω to burn together, Soph.

ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συγκαταίθω
Headword (normalized):
συγκαταίθω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιθω
IDX:
30533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30568
Key:
sugkatai/qw

Data

{'content': 'συγκαταίθω\n to burn together, Soph.', 'key': 'sugkatai/qw'}