Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
συγκατακλίνω
συγκατακόπτω
συγκατακτάομαι
View word page
συγκαταθέω
συγκαταθέω to make an inroad with another, Xen.
ShortDef
to make an inroad with
Debugging
Headword:
συγκαταθέω
Headword (normalized):
συγκαταθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθεω
IDX:
30531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30566
Key:
sugkataqe/w
Data
{'content': 'συγκαταθέω\n to make an inroad with another, Xen.', 'key': 'sugkataqe/w'}