Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακλείω
View word page
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζεύγνυμι fut. ξω to yoke together, join in marriage, τινά τινι Plut.:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται has become a yoke-fellow with misery, Soph.
ShortDef
to yoke together, join in marriage
Debugging
Headword:
συγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized):
συγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταζευγνυμι
IDX:
30528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30563
Key:
sugkatazeu/gnumi
Data
{'content': 'συγκαταζεύγνυμι\n fut. ξω\n to yoke together, join in marriage, τινά τινι Plut.:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται has become a yoke-fellow with misery, Soph.', 'key': 'sugkatazeu/gnumi'}