Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
View word page
συγκαταδύνω
συγκαταδύνω and -δύω aor2 -κατέδυν to sink or set together with, Theocr.

ShortDef

to sink or set together with

Debugging

Headword:
συγκαταδύνω
Headword (normalized):
συγκαταδύνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδυνω
IDX:
30526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30561
Key:
sugkatadu/nw

Data

{'content': 'συγκαταδύνω\n and -δύω\n aor2 -κατέδυν\n to sink or set together with, Theocr.', 'key': 'sugkatadu/nw'}