Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταίρω
View word page
συγκαταδουλόω
συγκαταδουλόω fut. ώσω to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.

ShortDef

to join in enslaving

Debugging

Headword:
συγκαταδουλόω
Headword (normalized):
συγκαταδουλόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδουλοω
IDX:
30525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30560
Key:
sugkatadoulo/w

Data

{'content': 'συγκαταδουλόω\n fut. ώσω\n to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.', 'key': 'sugkatadoulo/w'}