Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
View word page
συγκατάγω
συγκατάγω fut. ξω to join in bringing back, τὸν δῆμον Aeschin.

ShortDef

to join in bringing back

Debugging

Headword:
συγκατάγω
Headword (normalized):
συγκατάγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγω
IDX:
30523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30558
Key:
sugkata/gw

Data

{'content': 'συγκατάγω\n fut. ξω\n to join in bringing back, τὸν δῆμον Aeschin.', 'key': 'sugkata/gw'}