συγκαταγηράσκω
συγκαταγηράσκω
fut. -γηράσομαι
aor1 -εγήρᾱσα
to grow old together with, τινί Hdt.
{
"content": "συγκαταγηράσκω\n fut. -γηράσομαι\n aor1 -εγήρᾱσα\n to grow old together with, τινί Hdt.",
"key": "sugkataghra/skw"
}