Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
View word page
συγκαταγηράσκω
συγκαταγηράσκω fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα to grow old together with, τινί Hdt.

ShortDef

to grow old together with

Debugging

Headword:
συγκαταγηράσκω
Headword (normalized):
συγκαταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγηρασκω
IDX:
30522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30557
Key:
sugkataghra/skw

Data

{'content': 'συγκαταγηράσκω\n fut. -γηράσομαι\n aor1 -εγήρᾱσα\n to grow old together with, τινί Hdt.', 'key': 'sugkataghra/skw'}