Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταθάπτω
View word page
σύγκασις
σύγκασις an own brother or sister, Eur.

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
σύγκασις
Headword (normalized):
σύγκασις
Headword (normalized/stripped):
συγκασις
IDX:
30519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30554
Key:
su/gkasis

Data

{'content': 'σύγκασις\n an own brother or sister, Eur.', 'key': 'su/gkasis'}