Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
View word page
συγκασιγνήτη
συγκασιγνήτη συγ-κᾰσιγνήτη, ἡ, an own sister, Eur.

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
συγκασιγνήτη
Headword (normalized):
συγκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
συγκασιγνητη
IDX:
30518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30553
Key:
sugkasignh/th

Data

{'content': 'συγκασιγνήτη\n συγ-κᾰσιγνήτη, ἡ,\n an own sister, Eur.', 'key': 'sugkasignh/th'}