Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
View word page
συγκαμπή
συγκαμπή συγ-καμπή, ἡ, a bight, joint, Xen.

ShortDef

a bight, joint

Debugging

Headword:
συγκαμπή
Headword (normalized):
συγκαμπή
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπη
IDX:
30516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30551
Key:
sugkamph/

Data

{'content': 'συγκαμπή\n συγ-καμπή, ἡ,\n a bight, joint, Xen.', 'key': 'sugkamph/'}