Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουχέομαι
συγκαλέω
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
View word page
συγκάμνω
συγκάμνω fut. -καμοῦμαι aor2 συνέκαμον to labour or suffer with, sympathise with, τινί Aesch., Eur. to work, toil or travail with another, τινί Soph., Eur.: absol. to join in labour, Soph.

ShortDef

to labour

Debugging

Headword:
συγκάμνω
Headword (normalized):
συγκάμνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαμνω
IDX:
30515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30550
Key:
sugka/mnw

Data

{'content': 'συγκάμνω\n fut. -καμοῦμαι\n aor2 συνέκαμον\n to labour or suffer with, sympathise with, τινί Aesch., Eur.\n to work, toil or travail with another, τινί Soph., Eur.: absol. to join in labour, Soph.', 'key': 'sugka/mnw'}